σπαθοφόρος

σπαθοφόρος
-α, -ο, θηλ. και -ος, Ν
1. οπλισμένος με σπαθί
2. ειρων. στρατιωτικός, αξιωματικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπάθη + -φόρος*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σπαθοφόρος — α, ο αυτός που είναι οπλισμένος με σπαθί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… …   Dictionary of Greek

  • σπαθοφορία — η, Ν τρόπος κατάλληλος για το κράτημα τού ξίφους κατά την ξιφασκία. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπαθοφόρος. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • σπαθοφόριο — το, Ν [σπαθοφόρος] μικρή δερμάτινη θήκη στο αριστερό οπίσθιο μέρος τής σέλας, όπου τοποθετείται το σπαθί …   Dictionary of Greek

  • χαντζάρας — και χατζάρας, ο, Ν (χλευαστ.) σπαθοφόρος, σακαράκας. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαντζάρι / χατζάρι + κατάλ. ας (πρβλ. κεφάλ ας)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”